- ὑλοτόμον
- ὑλοτόμοςmasc/fem acc sgὑλοτόμοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… … Dictionary of Greek